Την παραμονή των Χριστουγέννων κάναμε τα “τσόλια” ή τα “σπάργανα” του Χριστού όπως ονομάζαμε τις τηγανίτες τις ψημένες στην πέτρινη πλάκα. Την πλάκα την διαλέγαμε εμείς τα παιδιά και δεν έπρεπε να είναι ούτε πολύ λεπτή για να μην σπάσει αλλά ούτε και πολύ χοντρή ώστε να μπορέσουν να ψηθούν οι τηγανίτες. Θυμάμαι μία χρονιά που η πλάκα ήταν λεπτή και έσκασε πάνω στην φωτιά και γέμισε το σπίτι κάρβουνα… Η στενοχώρια μας ήταν μεγάλη γιατί μείναμε χωρίς τηγανίτες που τις περιμέναμε πως και πως και κοντέψαμε να φάμε και ξύλο γιατί δεν διαλέξαμε καλή πλάκα…
Για εικοσιτέσσερις ώρες βάζαμε την πλάκα στο τζάκι σκεπασμένη με στάχτη και από πάνω φωτιά ώστε να ζεσταθεί καλά. Όταν ερχόταν η ώρα για τις τηγανίτες, την βάζαμε πάνω στην πυροστιά, της ρίχναμε στάχτη για να μην κολλήσουν οι τηγανίτες και από πάνω ρίχναμε το κουρκούτι από καθάριο (σταρένιο) αλεύρι. Μόλις ψήνονταν τα “σπάργανα”, τα πλέναμε από το κάτω μέρος ώστε να φύγει η στάχτη και φτιάχναμε μία στίβα ρίχνοντάς τους ενδιάμεσα καρύδια τριμμένα, σκόρδο λιωμένο και μέλι ή ζάχαρη αν είχαμε εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ανήμερα το γλυκό που τρώγαμε ήταν καρυδόπιτα φτιαγμένη με ρύζι, καρύδια και ζάχαρη.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς , όταν ξυπνούσαμε το πρωί κόβαμε ένα κλαρί από πουρνάρι και κρατώντας το στο χέρι το ανάβαμε στο τζάκι για να “πρατσαλίζει” στην φωτιά και λέγαμε το τραγούδι : “Αρνιά, κατσίκια θηλυκά και παιδομούσχαρα σερκά”. Το νόημα του τραγουδιού ήταν τα αρνιά και τα κατσίκια να είναι θηλυκά ώστε να γεννούν για να μεγαλώνει το κοπάδι και να γεννιούνται πολλά αγόρια και μοσχάρια επειδή χάνονταν αρκετά αγόρια στον πόλεμο και επειδή τα μοσχάρια ήταν πολύτιμα για να οργώνουν με το αλέτρι.
Οι μανάδες μας έφτιαχναν την βασιλόπιτα που στην ουσία ήταν ρυζόπιτα με τυρί και για τυχερό φλουρί έβαζαν μέσα μία δραχμή. Επίσης ζύμωναν κι έψηναν τα “γκοζόρια”, κουλούρια δηλαδή από καθάριο αλεύρι. Εμείς παίρναμε το “γκοζόρι” και το πηγαίναμε στο μαντρί με τα γίδια και το περνούσαμε στο κέρατο του τράγου που ήταν και ο μπροστάρης του κοπαδιού. Έπειτα κουνούσαμε δυνατά το το κεφάλι του τράγου μέχρι να πέσει το “γκοζόρι”. Αν έπεφτε και ήταν ορθά (με την επάνω πλευρά), η χρονιά για το κοπάδι θα ήταν καλή ενώ αν έπεφτε και ήταν ανάποδα (με την κάτω πλευρά), η χρονιά δεν θα ήταν καλή γιατί δεν θα γεννούσαν πολλά κατσίκια οι γίδες.
Την παραμονή των Φώτων λέγαμε ότι πέφτουν οι σταυροί στο νερό και τα νερά θα ήταν αγιασμένα. Όταν αλωνίζαμε το σιτάρι φτιάχναμε ένα ματσάκι από τα άχυρα και την παραμονή των Φώτων το βουτούσαμε στο αγιασμένο νερό. Ανήμερα μετά την λειτουργία παίρναμε αγιασμό, παίρναμε και το αχυρένιο ματσάκι και πηγαίναμε και το δέναμε στα καρποφόρα δέντρα και τα ραντίζαμε με τον αγιασμό για να κάνουν πολύ καρπό. Το παραπάνω έθιμο είναι μόνο ανάμνηση της Κατερίνας, της γυναίκας μου, γιατί εγώ δεν το θυμάμαι.
Τα χρόνια που ήμασταν εμείς παιδιά ήταν πολύ φτωχικά και δύσκολα αλλά προσμέναμε με μεγάλη λαχτάρα τις άγιες μέρες των γιορτών και τα έθιμά τους. Ευχαριστούμε πολύ την Άννα Πατεροπούλου που μας ζήτησε να καταγράψουμε όσα έθιμα θυμόμαστε κι έφερε στο μυαλό μας όμορφες αναμνήσεις.
Σας ευχόμαστε το πνεύμα των ημερών να σας φέρει υγεία και ευτυχία.