ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Καλόν και τ’άγιος ο Θεός,

καλόν και να το πούμε

Όποιος τ’ακούει χαίρεται

κι όποιος το λέει αγιάζει,

κι όποιος καλοφρικάζεται

παράδεισο θα λάβει,

παράδεισο και λειτουργιά απ’ τ’άγιο μοναστήρι

Εκεί αγγέλοι λειτουργούν κι οι αποστόλοι ψέλλουν ,

ψέλλουν Τρισάγιος ο Θεός και την τιμιοτέραν.

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

εκεί δέντρος δεν ήτανε και δέντρος ανεστήθη,

Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία

και αυτά τα φυλλοκλώναρα ήταν οι μαθητές του

που μαρτυρούσαν κι έλεγαν μα του Χριστού τα Πάθη.

Χριστέ μου, όταν σε σταύρωναν οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι

το Φαραώ διατάξανε περόνια για να φτιάξει.

Του είπαν να φτιάξει τέσσερα,του είπαν να φτιάξει τρία,

κι αυτός ο τρισκατάρατος βάζει και φτιάχνει πέντε.

Εσύ Φαρέ που τα ‘φτιαξες να ‘ρθείς να μας διατάξεις,

εγώ αυτού δεν έρχομαι απ’ έδω σας διατάζω.

Τα δυό βάλτε στα πόδια του τα δυό βάλτε στα χέρια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδούλα,

να στάξει αίμα και νερό και καθαρή ψυχούλα.

Κι η Παναγία σαν τ’άκουσε λιγοθυμιά την πιάνει.

Ζητά μαχαίρια να σφαχτεί,γκρεμούς να πέσει κάτω,

ζητά ποτάμια σιγανά στις ρίζες τους να πέσει.

Μη σφάζεσαι μανούλα μου,σφάζονται οι μάνες όλες,

μη γκρεμίζεσαι μανούλα μου,γκρεμίζονται οι μάνες όλες ,

μη πνίγεσαι μανούλα μου,πνίγονται οι μάνες όλες.

Σύρε μανούλα στο Καλό και στην καλή την ώρα,

και το Μεγάλο Σάββατο σημαίνουν οι καμπάνες,

τότε και συ μανούλα μου θά ‘χεις χαρές μεγάλες.

Σ’αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει

κι νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει,

αυτός και τα παιδάκια του και μεις που τραγουδούμε,

και τη Λαμπρή Ανάσταση με υγεία να σας βρούμε.

Έτη πολλά.

 

Θεοτόκης Μπούρμπος